συμπολίτης

συμπολίτης
ο, ΝΜΑ, και θηλ. συμπολίτισσα Ν, και θηλ. συμπολῑτις, -ίτιδος, ΜΑ [πολίτης]
αυτός που διαμένει στην ίδια πόλη ή που κατάγεται από την ίδια πόλη με κάποιον άλλο
μσν.-αρχ.
αυτός που ανήκει στην ίδια πολιτεία, που είναι υπήκοος τού ίδιου κράτους με κάποιον άλλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συμπολίτης — συμπολί̱της , συμπολίτης fellow citizen masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπολίτης — ο πολίτης της ίδιας με κάποιον άλλο πόλης ή χώρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμπολῖται — συμπολίτης fellow citizen masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατριώτης — Εκείνος που κατάγεται από την ίδια πατρίδα, συμπατριώτης, συμπολίτης, συντοπίτης. Αργότερα πήρε και άλλη σημασία «πολέμησε σαν πατριώτης». Π. ονομάζονταν και οι αντάρτες στο B’ Παγκόσμιο πόλεμο, που πολέμησαν τους στρατιώτες του Άξονα. Στην… …   Dictionary of Greek

  • συμπολίτας — συμπολί̱τᾱς , συμπολίτης fellow citizen masc acc pl συμπολί̱τᾱς , συμπολίτης fellow citizen masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • έμπολις — ἔμπολις, ο, η (Α) 1. αυτός που ανήκει στην πόλη, στην πολιτεία, ο αστός 2. συμπολίτης («σοὶ μὲν ἔμπολιν οὐκ ὄντα», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • δημότης — ο (θηλ. δημότις και δημότισσα, η) (AM δημότης, Α και δαμότας και δαμέτας) αυτός που ανήκει σε κάποιο δήμο και είναι εγγεγραμμένος στα μητρώα του μσν. μέλος φατρίας ιπποδρόμου αρχ. 1. άνθρωπος τού δήμου, τού λαού, σε αντίθεση προς τους άρχοντες… …   Dictionary of Greek

  • λεωσφέτερος — λεωσφέτερος, ον (Α) συμπολίτης («Λακεδαιμόνιοι ἐποιήσαντο λεωσφέτερον [τεισαμενόν]», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λέω (βλ. λαο ) + σφέτερος «δικός τους»] …   Dictionary of Greek

  • ομοπολίτης — ὁμοπολίτης, ὁ (Α) συμπολίτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”